- πολύθυρος
- -η, -ο / πολύθυρος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει πολλές θύρες ή πολλά παράθυρα («πολυθύρους αὐλάς», Πλούτ.)αρχ.1. αυτός που έχει πολλές τρύπες («γέρων φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον», Λουκιαν.)2. αυτός που έχει πολλά ελάσματα ή φύλλα («δέλτου μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θυρος (< θύρα «πόρτα»), πρβλ. εξά-θυρος].
Dictionary of Greek. 2013.